Σε θυμάμαι

Published on 7 September 2022 at 02:21

Γεια.

 

Μου είναι πολύ οικεία η εικόνα σου. Σαν να σε γνωρίζω χρόνια. Δεν μπορώ να καταλάβω. Κι όμως δεν κάνω λάθος. Σε αυτό δεν κάνω λάθος. Εσύ είσαι.

Είσαι διαφορετικός από ό,τι σε θυμάμαι. Η ενέργειά σου είναι αλλιώτικη. Μα ναι, θυμάμαι. Φυσικά θυμάμαι. Πως θα μπορούσα, άλλωστε, να κάνω διαφορετικά?

 

Θυμάμαι να είσαι ο αστείος της τάξης. Λίγο περίεργα αστείος. Συνειρμικό χιούμορ, δύσκολο να το ακολουθήσει κάποιος χωρίς να παρασυρθεί. Αιχμηρός. Αυτοτραυματιζόσουν. Σαν να προέτεινες μια δίκοπη λεπίδα στον συνομιλητή σου. Δεν την αντέχει πολύς κόσμος. Ειδικά οι "bullies". Ήξερες τι θα τους πεις, ακόμα κι αν τα δικά τους λόγια (και έργα ενίοτε) περνούσαν και κάθονταν κάπου μέσα σου. Ώσπου σε άφησαν ήσυχο. Ήσουν πολύ ετοιμόλογος για τα γούστα τους.

 

Ανώριμος. Το εισέπραττες συχνά, δεν το πίστεψες ποτέ, θυμάμαι. Κανείς δεν έφτανε στο σημείο να σε γνωρίσει πραγματικά, ώστε να έχει το δικαίωμα εκτίμησης της κατάστασης. Έφταιγες για αυτό. Φοβάσαι. Δεν σε αδικώ. Δεν το επικροτούσα. Σε καταλάβαινα όμως. Πόσοι μπόρεσαν να διακρίνουν, όταν τελείωνε ο χαβαλές, αυτόν τον τύπο που αντικρίζω εγώ τώρα? Πόσοι άντεξαν? Μην απαντήσεις. Ξέρω.

 

Θυμάμαι που είχες κολλήσει με το "φλώρος". "Ευαίσθητος" για τους ευγενικούς. Πάντα ένιωθες έξω από την εποχή σου. Ο ονειροπόλος Δον Κιχώτης. Ο αντιστασιακός στην προσταγή της εποχής για "ματσό" καταστάσεις. Ανέκφραστοι άνθρωποι, αναίσθητοι, "cool". Οποιαδήποτε ικμάδα συναισθήματος (πρέπει να) θάβεται σε ανεξερεύνητα βάθη. Γιατί υπάρχουν αυτά? Διότι, είτε δεν μπορεί κάποιος, είτε δεν θέλει. Φοβάται. Η έκφραση συναισθημάτων, τη σήμερον, καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη στην φυλακή της αυστηρής ιδιωτικότητας του ατόμου. Αρκεί το έδαφος της επιφανειακότητάς μας να δείχνει σκληρό και σίγουρο. Κι από κάτω το σαράκι. Το σαθρό της κατασκευής. Μη σε δουν αδύναμο, στην χαρά σου, στην λύπη σου, στο θυμό σου, στον έρωτα σου. Ποιοί, αλήθεια? Ρε φλώρος και πάλι φλώρος. Δεν είναι κάτι. Ένα πουλί είναι.

Θυμάσαι που κάποτε έκανες αυτό που αγαπούσες? Τι πλάκα είχε! Δεν σε ένοιαζε να πληρωθείς. Δεν πληρωνόταν με τίποτα όλο αυτό. Θρασύς, ασυμβίβαστος. Απέρριψες πράγματα, γιατί αν τα δεχόσουν, δεν θα μπορούσες να κοιμηθείς το βράδυ. Τώρα ίσως ήσουν "κάποιος". Με στάτους και μισθό που θα αποτελούσαν τον δικό σου βράχο του Σίσυφου, στο βουνό της χαμένης αξιοπρέπειας. Κάποιος που στο διπλανό στούντιο θα άκουγε να μιλούν για ανθρωποθυσίες σε ράγες. Κάποιος που δεν θα ήθελες να είσαι. Δεν το μετάνιωσες ποτέ κι ας το πένθησες γοερά. Δεν περίμενες κανέναν να καταλάβει. Πόσο φλώρος, Χριστέ μου?

 

Σε θυμάμαι να εισέρχεσαι στα σκοτάδια σου, χωρίς να το συνειδητοποιείς. Εκεί που δεν έχει σημασία αν τα μάτια είναι ανοιχτά ή κλειστά. Σαν μια μεγάλη πόλη σε απόλυτο μπλακ άουτ, όπου το μάτι ταξιδεύει για να προσανατολιστεί. Να βρει τα "φωτάκια". Τα χόμπι, τους φίλους, τις σχέσεις και το εσωτερικό φως, μήπως, έστω, βοηθήσεις άλλους, στα δικά τους σκοτάδια. Αυτό το τελευταίο, το έκανες με συνέπεια, στο δίνω. Τουλάχιστον προσπαθούσες. Τα προβλήματα σου στην άκρη του σκοτεινού δωματίου και ένα ζευγάρι αυτιά, πρόθυμα, να ακούσουν ό,τι είχαν να σου πουν. Έστω να βγουν από μέσα τους. Άσχετα αν η διαδικασία ήταν εκτιμητέα. Ή αμοιβαία. Δεν ήταν. Θα έπρεπε να είναι? Πάντα σε μπέρδευε αυτή η απορία, θυμάμαι.

 

Θυμάσαι που εμπιστευόσουν τους ανθρώπους? Εγώ θυμάμαι, φίλους, να αραιώνουν γιατί "τους πιέζεις". Έτσι δεν σου είπαν? Καλά θυμάμαι. Κι αν το ξεχάσω, υπάρχει γραπτό, το διαβάζω ξανά και ξανά, προσπαθώντας να καταλάβω, πως άκουσες αυτήν την φράση για πρώτη φορά στην ζωή σου στα thirty something. Θυμάμαι να σε πηγαίνει πολλά βήματα πίσω. Να σε απομακρύνει από την έξοδο του σκοτεινού δωματίου. Να καίγονται κάποια από τα ελάχιστα "φωτάκια". Δεν φταίνε αυτά, δεν κατηγόρησες κανέναν. Τώρα, σε βλέπω εκεί, να τους ρίχνεις κλεφτές ματιές μέσα από το σκοτάδι σου και ας κρατάς τις αποστάσεις. Να τους βλέπεις να εξελίσσονται και να χαίρεσαι μέσα από την ψυχή σου, έστω κι από μακριά. Πάντα διακριτικά. Γιατί δεν αντέχεις να ακούσεις ξανά για "πίεση". Αν ποτέ σε χρειαστούν θα είσαι εκεί. Ίσως, κάποτε, να σου εξηγήσουν "γιατί". Αυτό ήταν το μόνο παράπονό σου, δεν κάκιωσες ποτέ. Πάντα τόσο μαλάκας ήσουν, σε θυμάμαι.

 

Θυμάμαι το overthinking σου. Το αδιανόητο, το ανελέητο. Την χιονοστιβάδα που πάλευες να βγεις ζωντανός από δαύτη. Σαν μια μόνιμη ηχορύπανση, μια υπερανάλυση, δεδομένων και μη, που δεν την ήθελες, αλλά έπρεπε να ζήσεις με αυτήν. Ένας αχταρμάς συναισθημάτων που δημιουργούνταν από τα ατελείωτα διαφορετικά σενάρια που έφτιαχνε το κεφάλι σου, για κάθε ενέργεια ή σκέψη σου. Την απώλεια ηρεμίας. Την αδυναμία διαχείρισης. Το μόνο που ήθελες ήταν να μιλήσεις σε κάποιον. Όχι για το σκοτάδι. Γενικά. Κάθε συζήτηση ακτινοβολεί. Ακόμα και για τα προβλήματα αυτού του κάποιου. Την δική του κόλαση. Ό,τι κι αν ήταν, ήταν μακριά από την δική σου. Ήταν υποφερτή. Σε βοηθούσε η συζήτηση. Έστω περί ανέμων και υδάτων. Πάντα, οι αγέρηδες και τα κύματα σε ηρεμούσαν. Είναι λάθος ο παρελθοντικός χρόνος, έτσι?

 

Θυμάμαι να κλαις χωρίς λόγο και κόσμο να σε κρίνει. "Ελάτε για μια στιγμή στο δωμάτιο", να σκέφτεσαι. Μια στιγμή μόνο. Μετά να παίρνεις την σκέψη πίσω. Κανείς ποτέ ξανά σε τέτοιο δωμάτιο. Ντρέπομαι γιατί ξέρω ότι κάποιοι ήσασταν εκεί. "Τώρα που να μπλέξεις?" "Έλα μωρέ με τον μαλάκα." Ούτως ή άλλως, "παρεμπιπτόντως" ήσουν στην παρέα. Αντίστοιχα, σε θυμάμαι, να περνούν κοπέλες από κοντά σου και να πιστεύεις πως θα τους φορτώσεις έναν "μπελά". Να τις διώχνεις, τα δωμάτια τους ήταν πολύ φωτεινά. Γιατί να σουρουπώσει? Εδώ δεν άντεξαν οι φίλοι, έλεγες. Δεν είναι διαγωνισμός αντοχής ο έρωτας.

 

Θυμάμαι να περνούν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και να μην το καταλαβαίνεις. Το τυχαία αποκτηθέν και μόνο μια φορά αξιοποιήσιμο προνόμιο σου στην ζωή να κυλά, να περνά μπροστά σου και να μην το βλέπεις, να το αγνοείς. Δεν υπήρχε διακόπτης να φωτίσει τον χώρο. Μόνο μια φίλη που δεν σε πρόδωσε ποτέ, κάπου εκεί δίπλα. Η μπάλα. Σε διαφορετικά σχήματα και χρώματα. Αθλητισμός. Η παράνοια σου. Το αναμμένο τζάκι που, μπορεί να μην σε οδηγήσει στην έξοδο, αλλά θα σε ζεστάνει, θα σου κρατήσει συντροφιά, θα σε κάνει να ξεχαστείς. Χωρίς να σου πει πως "το πιέζεις". Το σιωπηλό αποκούμπι. Κάτι πολύ παραπάνω από χόμπι. Ο ασφαλής χώρος όπου κατοικούν τα ακραία συναισθήματα. Το μέρος που είναι οκ να τα ζεις, να τα βιώνεις, με εναλλαγές δευτερολέπτων. Που να το εξηγήσεις? Αν ποτέ ρωτήσει κάποιος, πάντως, θα την κάνεις την προσπάθεια.

 

Κάποια στιγμή, ψάχνοντας στα τυφλά, βρήκες ένα μικρόφωνο. Μια χαραμάδα φωτός από "διπλανό διαμέρισμα". Εκεί μπορούσες να μιλήσεις και κάποιοι να σε ακούσουν. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό σου. Είχες ξεχάσει πως είναι. Πίστεψες τότε. Περίμενες την πόρτα να χτυπήσει, να προσανατολιστείς, να ανοίξεις, να σε πάρουν μαζί τους. Ή και όχι. Ας πήγαινες και μόνος σου μετά κάπου, πάντα έχει κόσμο στο φως. Αλλά έσβησε κι αυτό. Άκουσες αναίτιες βρισιές από την σβιστή, πια, χαραμάδα. Την έβρισες κι εσύ. Πάντα πίστευες ότι της χρειαζόταν κι άλλο. Ακόμα πιστεύεις ότι την χρειαζόσουν κι άλλο. Όταν βρήκες την αιτία που έσβησε, απλά άδειασες. Με όλους και όλα. Πωπω... Σε ρώτησα αν θυμάσαι την εποχή που εμπιστευόσουν τους ανθρώπους? Α ναι σε ρώτησα. Παίρνω την απάντηση από το βλέμμα σου.

 

Άκουσε με. Δεν ξέρω αν φτάνει η φωνή μου ως εκεί. Δεν προσπαθώ να σε βγάλω Άγιο. (ξέρω κάποια που μόλις διαβάσει την φράση θα τραγουδήσει ένα συγγενές άσμα. Και μετά θα διαβάσει την παρένθεση. Και μετά θα γελάσει).

 

Μαλάκας είσαι. Νομίζω της καλύτερης πάστας αν σε παρηγορεί.

 

Αλλά σε θυμάμαι και να χαμογελάς. Να αισιοδοξείς. Να φλερτάρεις. Να ερωτεύεσαι. Να κάνεις σχέδια. Να είσαι αεικίνητος, να έχεις ενέργεια. Να ζεις ρε μαλάκα.

 

Ξέρω πως είναι σκοτεινά εκεί. Ξέρω ότι θέλεις κάποιον να μιλήσεις. Ξέρω, επίσης, ότι προσπαθείς, ίσως λίγο ανορθόδοξα, αλλά προσπαθείς. Το μόνο που ζητώ είναι να μην παραιτείσαι. Πολλοί από αυτούς που προσπάθησαν, βγήκαν στο φως.

 

Δεν βγήκε κανείς από αυτούς που τα παράτησαν.

 

Θα το θυμάσαι?

Add comment

Comments

There are no comments yet.

Create Your Own Website With Webador