Ραδιοκύματα του Δουνάβεως

Published on 20 October 2024 at 02:27

Η λευκή κόλλα χαρτί πάντα με τρόμαζε. Όπως στην (αγαπημένη μου) έκθεση στο σχολείο. Το 1/3 της ώρας ξοδεμένο στο να επιλεχθούν τα λόγια της πρώτης πρότασης. Μετά έβγαινε νερό. Και στην ζωή τα ίδια. Αν μπει η πρώτη συνθήκη και μου αρέσει, κάτι θα χτιστεί πάνω σ'αυτή. Αλλά μέχρι να μπει... tabula rasa. Σαν ένα νεογνό με άγραφους κοινωνικούς κώδικες συμπεριφοράς και ιδεολογίας στο λογισμικό του. Τι ξεκινάς να μάθεις σε ένα παιδί? Εκεί, βέβαια, δεν έχει γόμες, blanco ή backspace. Τουλάχιστον από την πλευρά του "γράφοντος".

 



Ε ρε φιλοσοφίες στις τρεις η ώρα το χάραμα.

 



Κακή μέρα ψυχολογικά. Και σωματικά. Πάντα υπήρχε κάτι να ξεφεύγω. Πως το θέλεις να λέγεται? Αθλητισμός? Ραδιόφωνο? Οθόνη? Ή την υπέρτατη τέχνη του να μην κάνεις τίποτα (την έχω τελειοποιήσει νιαούρηδες) και παρ'όλα αυτά οι σκέψεις επί παντός επί στητού και επί κάθε πιθανού ερεθίσματος να αποτελούν το υπερταχύ μονοθέσιο που κυνηγάς να σταματήσεις, έστω για λίγο, αλλά τα πιτς αγνοούνται? Πως ξεφεύγει (ή ξέφευγε) ένας overthinker με social anxiety, ceteris paribus, dum spiro spero, habeas corpus και χάμπεα στην γλώσσα σου (λατινικόν Τσακαλώτου)?

Το άρθρο για τον αθλητισμό, την σημασία του και τις συνέπειες του στον ψυχισμό μου και στην, εν γένει, ζωή μου, δεν ξέρω αν θα το γράψω ποτέ. Ζόρικο να πιστεύεις πως ο,τι και να γράψεις, για κάτι που αγαπάς, δεν θα γίνει κατανοητό ούτε στο ελάχιστο. Στον πάγο, λοιπόν, προς ώρας.

 

Ραδιόφωνο, λοιπόν.

Δοκιμή ολόκληρων και ατελείωτων κολεξιόν μόδας θα μπορούσε να είναι η φράση χαρακτηρισμού της συναισθηματικής μου ένδυσης, όταν έρχεται στην σκέψη μου εκείνη η εποχή. Τότε, ξεκίνησε με ένα βαρύ μοντγκόμερι άγχους, συνέχισε με άνετο σύνολο τζιν/Τ-shirt ευτυχίας και ενθουσιασμού για να καταλήξει με ένα πουκάμισο αδειανό, που, για αυτό, τόση χαρά πήγε στην άβυσσο. Από τότε μέχρι τώρα, στην κενή περίοδο, έχει δοκιμαστεί μια ολόκληρη γκαρνταρόμπα συναισθημάτων για να ντύσει οριστικά εκείνο το κομμάτι ζωής και μνήμης, αλλά δεν λέω να κατασταλάξω.


Είναι μαγικό να επικοινωνείς με τους ανθρώπους. Να αστειεύεσαι, να αυτοσαρκάζεσαι. Να ταυτίζονται. Να συζητούν για αστεία και σοβαρά θέματα, ξορκίζοντας τα, με έναν τρόπο, έτσι ώστε να τα φέρουν στο μέγεθος που αντέχει η πλάτη του καθενός για να τα σηκώσει. Υπάρχει, φυσικά και η αποδοχή. Όταν τους νιώθεις εκεί, όταν σου στέλνουν τα καλά τους λόγια. Εγωιστικό? Μπορεί. Εσύ, μόνος, πίσω από ένα μικρόφωνο, να σηκώνεις την αυλαία του προσωπικού σου κόσμου και για 2-3 ώρες να δημιουργείς ένα άμορφο κάτι, το οποίο, άμεσα, θα φύγει σαν αερικό, θα χαθεί. Στην μεριά του δέκτη, κάποιοι άνθρωποι, άλλοτε περισσότεροι, άλλοτε λιγότεροι (ή και κανείς) που σου κάνουν την τιμή να ακουμπήσουν επάνω σου την ελπίδα τους για ψυχαγωγία. Μια σχέση σε απόλυτη αρμονία. Σαν ένα κομμάτι στο πιάνο. Τα (ραδιο)κύματα του Δουνάβεως. Από την προσωπική μου κολυμπήθρα, πήρε το όνομα: ανάγκη. Αν μάθαινα πως κατάφερα να κάνω έστω και έναν άνθρωπο να χαμογελάσει σε μια δύσκολη στιγμή του, όπως έχει κάνει πολλές φορές το ραδιόφωνο για μένα, θα πετούσα στα ουράνια. Θα επέστρεφα κάτι πίσω. Θα ήμουν περήφανος. Ξανά μανά, εγωιστικό? Γιες ιτ ιζ. Εντ αϊ ντοντ ιβεν κερ.

Υπήρχαν πολλά πράγματα που με άγχωναν. Η έκθεση, η ανύπαρκτη μουσική μου κατάρτιση, η βουτιά σε αχαρτογράφητα νερά. Δεν ξέρω αν κολύμπησα, ούτως ή άλλως δεν έχω ακούσει ποτέ εκπομπή μου, άσχετα αν τις έχω αποθηκευμένες στα έγκατα του σκληρού μου δίσκου. Όντας και ο ίδιος σκληρός με την πάρτη μου, δεν πιστεύω πως θα μου άρεσα. Άσε που κράτησε και σχετικά λίγο καιρό, οπότε η όποια βελτίωση δεν θα μπορούσε να είναι αντιληπτή. Ο αυθορμητισμός, όμως, που βγήκε μετά την τρίτη εκπομπή, ήταν εθιστικός. Μπορούσα να είμαι ό,τι ήθελα, όπως ήθελα και ανακάλυψα πως μπορούσα να διαχειριστώ πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που πίστευα μέχρι τότε. Στον σάκο με τα αφορολόγητα κέρδη, συγκαταλέγεται και το ότι έμαθα πολλά πράγματα γύρω από την μουσική. Έμαθα να ακούω μουσική. Όχι να κρίνω ή να καταλαβαίνω. Αλλά να ψάχνω και να εκτιμώ λίγο παραπάνω την καλλιτεχνική φύση ανθρώπων που είτε δεν είχα σε εκτίμηση, είτε δεν γνώριζα καν. Να δίνω ευκαιρίες σε διαφορετικά ακούσματα. Η όξυνση της παρατηρητικότητας, η οργανωτικότητα (που ποτέ πριν δεν είχα), το brainstorming ιδεών. Σαν να ξεκλείδωσε ένας νέος κόσμος στο video game. Το σύνολο της κατάστασης ήταν μια νέα πίστα. Είχα την απόλυτη ελευθερία (άρα και την αντίστοιχη ευθύνη), να περπατώ στους δρόμους της, εκ του απόλυτου μηδενός, δημιουργίας. Μουσικές λεωφόροι, σοκάκια μιμήσεων, καλντερίμια σοβαρότητας ή χαζομάρας, απέραντες πλατείες λαθών και αδιέξοδα εκπεφρασμένων σκέψεων, που, με κάποιον τρόπο, έσπαζαν το τείχος και προχωρούσαν λίγο παρακάτω.

Πριν λίγο καιρό, η μαγεία του σινεμά ήρθε για να προσθέσει μια ακόμα παράγραφο σε αυτό εδώ το κείμενο, μέσω μιας ταινίας που έπιασαν τα ραντάρ μου. Διαβάζοντας την υπόθεση, είδα τον εαυτό μου μέσα σε αυτήν και όταν τελικά την είδα δεν με απογοήτευσε διόλου. Λέγεται "νυχτερινός εκφωνητής" και (no spoiler) πραγματεύεται κάποιες πτυχές της ζωής ενός ραδιοφωνικού παραγωγού(Ρένος Χαραλαμπίδης), ο οποίος κάνει μια εκπομπή για σχεδόν 30 χρόνια, με τον κόσμο να τον γνωρίζει, αποκλειστικά, με αυτό το ψευδώνυμο χωρίς άλλα στοιχεία ταυτότητας . Αμέσως κατάλαβα ότι θα ήθελα να είμαι εγώ αυτός ο τύπος. Μια φωνή, ένα ψευδώνυμο, που να προσπαθεί αενάως να μεταδώσει συναισθήματα, να ανακαλύψει μουσικούς προορισμούς ή να παραμένει σε γνώριμα αντίστοιχα στέκια και φυσικά να κυνηγά τον σκοπό που δίνει νόημα σε όλα τα παραπάνω: την επικοινωνία σε αυτό το ορισμένο χρονικό διάστημα, χωρίς υποχρεώσεις και συνέπειες έξω από αυτό. Η απόλυτα ιδανική περίπτωση. Πάντα κάπως έτσι το φανταζόμουν, μέχρι που το είδα αποτυπωμένο στο πανί.

Δεν πληρώνεται με τίποτα αυτή η "δουλειά", έστω και για αυτό το ελάχιστο που υπήρξα υπηρέτης της. Όχι ότι δεν είχε αρνητικά. Είχε και παραείχε.

Δεν ήθελα ποτέ να γνωρίσω ακροατές. Δεν είναι κάτι προσωπικό. Μπορεί να με κολάκευε το γεγονός του ότι κάποιοι εμπιστεύονται τον χρόνο τους σε εμένα, όμως, πίστευα, ορθώς όπως αποδείχθηκε, πως (ότ)αν θα τους γνώριζα καλύτερα, θα προσπαθούσα να τους κάνω τα "χατίρια", αργότερα, στον αέρα. "Μην πιάσω το τάδε θέμα γιατί ο δείνα έχει πρόβλημα με αυτό", "ας μην βάλω αυτό το κομμάτι, δεν αρέσει σε αυτόν, ας βάλω αυτό που τρελαίνεται αλλά εγώ δεν πεθαίνω." Σταματούσε να είναι δικό μου και έπαιρνε μια έντονη δυσμορφία που, από ένα σημείο και μετά, ήταν δυσβάσταχτη να την αισθάνομαι. Είναι, βέβαια και το άλλο. Όταν γνώρισα ακροατές αντιλήφθηκαν, σχεδόν αμέσως, την απουσία άνεσης και κοινωνικότητας μου, σε πλήρη αντίθεση με την πληθώρα αυτών, όταν βρισκόμουν πίσω από μικρόφωνο. Με κοίταζαν σαν να περίμεναν να τους ψυχαγωγήσω ζωντανά, σε μια περίοδο της ζωής μου που το σκότος, σαν απόλυτος μονάρχης είχε επιβάλλει τον νόμο του. Όχι ότι φταίνε οι άνθρωποι.

Όλο αυτό δεν τελείωσε καλά. Κόπηκε απότομα. Όντας, τότε, σε πολύ εύθραυστη, ψυχολογικά, φάση, ήταν σαν να μου έβγαλες την μηχανική υποστήριξη. Μια τρικλοποδιά που μου άφησε κάποια ανεπούλωτα, μέχρι σήμερα, κατάγματα καθώς έσπαγα το δάπεδο της εμπιστοσύνης στους ανθρώπους. Σε όλους τους ανθρώπους, με όποια ιδιότητα. Το οριστικό τέλος της αθωότητας. Το αδειανό πουκάμισο που είπαμε παραπάνω. Δεν έχουν σημασία οι λόγοι. Τουλάχιστον, όχι τόση ώστε να αποτυπωθούν και γραπτώς. Τέτοια χάρη, δεν θα τους την κάνω.

Όταν επέστρεψα (τρομάρα μου) δεν ήμουν ο ίδιος. Ούτως ή άλλως ήταν διαφορετικοί οι λόγοι που συνέβη, δεν ήταν πια ανάγκη. Ενεργοποίηση του μηχανισμού ψυχικής αυτοσυντήρησης, με το να μη δίνεσαι πουθενά στο 100%. Δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Που να εξηγείς και ποιος να καταλάβει αυτήν την συγκεκριμένη παράγραφο. Πιθανότατα κανένας.

Δεν ξέρω πως θα ήταν αν κρατούσε παραπάνω. Νιώθω πως δεν το χόρτασα. Ήταν και επιθυμία χρόνων, βλέπεις. Δεν ήταν δολοφονία ενός απωθημένου∙ αν ήταν δεν θα υπήρχε λόγος ύπαρξης αυτού του κειμένου. Ποτέ δεν έχεις την ανάγκη να γράψεις για μια σβηστή φλόγα. Απλά μου τέλειωσαν τα σπίρτα, γεγονός που σφραγίζει το προδιαγεγραμμένο τέλος αυτής. Ένας Γάλλος συγγραφέας είχε πει κάποτε πως "η φωτιά, όπως και η αγάπη, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συνεχή κίνηση, και παύει να ζει μόλις πάψει να ελπίζει ή να φοβάται". Μια Αμερικανίδα συνάδελφος του, από την άλλη, είχε πει "Κράτα μια μικρή φωτιά να καίει. Όσο μικρή κι αν είναι, όσο κρυμμένη κι αν είναι." Και κάπως έτσι έρχεται η ολοκλήρωση του φαύλου κύκλου μπερδεμένων συναισθημάτων, με τα οποία ξεκίνησε η αναφορά μου στο ραδιόφωνο. Ας είναι. Αν ποτέ ξεκαθαρίσουν, ίσως θα είναι γιατί θα έχουν ξεθωριάσει. Κι αν δυσκολεύεσαι να διαβάσεις αυτά που γράφει η καρδιά σου, σημαίνει πως το μελάνι δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρό.

Υ.Γ. Ένα παράπονο είχα μόνο από την διαδικασία. Ότι δεν έκανα ποτέ, έστω μία, εκπομπή με συμπαρουσιαστή -ες -τριες. Ό,τι αγάπησα στο ραδιόφωνο, ως ακροατής, απαρτιζόταν από δύο έως 5(!) παρουσιαστές. Το λατρεύω αυτό το πινγκ- πονγκ ατακών, απόψεων, ιδεών, χιούμορ που χτίζουν, παραπάνω από ένας, εγκέφαλοι και δεν έχει ταβάνι. Πόσω μάλλον, με ανθρώπους που θα είχαμε την ίδια ανάγκη, συνεπικουρούμενα από την γυμνή αλήθεια του αέρα (και την απαραίτητη χημεία, βεβαίως βεβαίως). Δεν δέχθηκε ποτέ κανείς. Αυτό ναι, είναι γερό απωθημένο. Κι από ό,τι φαίνεται θα παραμείνει τέτοιο...

 

 

Add comment

Comments

There are no comments yet.

Create Your Own Website With Webador