
Μια φορά κι έναν καιρό, in the days of yore, σε μιά φαντασιακή εποχή όπου η βροχή ήταν ο μεσάζων, ο δρομος λιμνάζων, το μυαλό καλπάζον και το συναίσθημα διατάζον, υπήρχε ένας τύπος που μολονότι δεν είχε το φως του, η ψυχή του φώτιζε τα σκοτεινά σοκάκια σκέψεων και παρορμήσεων, των ατόμων που είχαν την τύχη να τον συναναστρέφονται. Τον έλεγαν Καλλίνικο. Καλ, για τους φίλους.
Είπα φως? Άγνωστη λέξη για την μικρή του επαρχιακή πόλη. Η νύχτα ήταν ο δυνάστης της, εκείνος που δεν άφηνε ούτε χαραμάδα φωτός, για τα διψασμένα για ελπίδα μάτια, των κατοίκων του. Ο Καλ ξυπνούσε και αμέσως έβγαινε να τριγυρίσει στους δρόμους και να ρωτήσει τους περαστικούς
"Με συγχωρείτε, μήπως ξημέρωσε?"
Οι περαστικοί τον προσπερνούσαν βιαστικά, σαν να ήθελαν να αποτινάξουν από πάνω τους την παραμικρή ελπίδα για, έστω, μια μονάχα αχτίδα φωτός. Τα χρόνια περνούσαν. Οι περαστικοί τον ίδιο. Μα ο Καλ, απτόητος, ακόμα κι αν ήξερε πως και να ξημέρωνε, δεν θα ήταν σε θέση να παρατηρήσει αυτό το οποίο προσδοκούσε να συμβεί, παρα μόνο στα καταγάλανα και ολοφώτεινα κύματα στα οποία άφηνε το σώμα του να επιπλεύσει, στα όνειρα του.
Μια μέρα των ημερών, ένας νεαρός, μα τακτικός περαστικός από την περιοχή του Καλ, αποφάσισε κάτι μεγαλειώδες. Να του πει πως ξημέρωσε. Καθώς, λοιπόν, μες στο σκοτάδι, ένιωσε το άγγιγμα του, στιγμές πριν ακούσει την γνώριμη πια ερώτηση, τον προλαβαίνει και του λέει.
"Καλ, ημέρα!"
Ο Καλ σάστισε. Όταν ο περαστικός το επανέλαβε, η σαστιμάρα έγινε συνειδητοποίηση. Και η συνειδητοποίηση, ευτυχία. Δεν είχε ξανατρέξει έτσι στην ζωή του. Δεν είχε ξαναγελάσει έτσι στην ζωή του. Δεν το πίστεψε ποτέ. Μα ένιωσε πως υπήρξε άλλος ένας, στην θλιβερή αυτή πόλη, που άφησε στην άκρη τα προβλήματα του, την σκοτεινιά σε βλέμμα και ψυχή και θέλησε να μοιράσει απλόχερα την ελπίδα, έστω και μέσω της παραπλάνησης. Ανήθικο? Σκληρό? Ίσως. Ο αξιακός κώδικας του καθενός είναι διαφορετικός. Άλλο πρίσμα, άλλη οπτική, άλλο συμπέρασμα. Ποίος ξέρει?
Ο Καλ πήγε σπίτι και κοιμήθηκε, με το νανούρισμα της ευτυχίας να είναι τόσο μελωδικό στα αυτιά του μα και τόσο φωτεινό στα μάτια της ψυχής του.
Δεν ξύπνησε ποτέ.
Add comment
Comments