
Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν κόσμο δύσκολο, που, όμως, είχε διαλέξει να τον βλέπει με αισιοδοξία, ήταν ένα κορίτσι. Δροσερό, έξυπνο, ξεχωριστό, άλλης εποχής. Με ψυχή σαν πίνακας ζωγραφικής με ,εξαιρετικά προσεγμένα, μοτίβα και χρώματα.
Νύχτα καλοκαιριού. Η φύση εξέθετε τα τελευταία της δημιουργήματα, φουσκωμένη από υπερηφάνεια, με το απαλό αεράκι να θρυμματίζει την προγραμματισμένη ζεστή ατμόσφαιρα. Να την κάνει ιδανική, σαν να το ήξερε. Τα τζιτζίκια είχαν αποφασίσει να συνθέσουν ένα συγκρότημα που το τραγούδι τους θα νανούριζε τα άστρα, προκαλώντας τα να πέσουν από αδυναμία, έτσι ώστε, οι ερωτευμένοι να αφήσουν τις ευχές τους να ταξιδέψουν προς τον επιθυμητό προορισμό.
Το κορίτσι είχε γλαρώσει. Δούλευε την επομένη. Όχι ότι τρελαινόταν να πάει, αλλά το πρέπει, σαν σε φωτάκια νέον, είχε, εδώ και πολύ καιρό, ανάψει πάνω από την ύπαρξη της. Μέσα της, αυτό το πρέπει, πάλευε με την επιθυμία και μολονότι είχε περισσότερα όπλα, η μάχη ήταν αμφίρροπη. Η επιθυμία έμοιαζε πολύ σκληρή για να πεθάνει. Η απόφαση θα ήταν τόσο κομβική, όσο και σκληρή.
Μέσα στους ήχους της ησυχίας, άκουσε έναν χτύπο. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα! Μα ήταν τόσο αργά...
"Δεν θα ανοίξω"
, μονολόγησε με φόβο και καχυποψία. Ο χτύπος δεν σταματούσε, ωστόσο, μια ανώτερη δύναμη της έλεγε ότι δεν ήταν απειλητικός, μάλλον το αντίθετο. Τελικά το πήρε απόφαση. Πλησιάζοντας αργά, ο χτύπος γινόταν όλο και πιο γλυκός. Θαρρείς και ο βραδινός επισκέπτης γνώριζε την πρόθεση του κοριτσιού.
Την άνοιξε.
Στο κατώφλι στεκόταν μια ηλικιωμένη κυρία. Εντυπωσιακη, περιποιημένη, γλυκιά. Ντυμένη με πολύ όμορφα ρούχα. Λες και...
"Καλησπέρα, κορίτσι μου", της είπε.
"Καλησπέρα σας". "Σας συμβαίνει κάτι?" "Μήπως γνωριζόμαστε?"
, είπε, με απορία, το κορίτσι.
"Ασφαλώς και γνωριζόμαστε. Τουλάχιστον εγώ σε γνωρίζω. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Το μόνο που ήθελα να σου πω είναι πως σε ευχαριστώ. Άλλαξες την ζωή μου με την επιμονή σου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ."
Το κορίτσι σάστισε. Δεν καταλάβαινε, φοβήθηκε πως η κυρία δεν είχε τα λογικά της.
"Όλα θα πάνε καλά"
συνέχισε η κυρία, καθώς την κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια.
"Μην φοβηθείς ποτέ. Εντάξει, μου το υπόσχεσαι?"
"Το υπόσχομαι"
είπε αυθόρμητα το κορίτσι, καθώς ένα ρίγος διαπερνούσε το κορμί της. Δεν ήξερε τι υποσχέθηκε, ούτε αν θα το τηρούσε. Η κυρία χαμογέλασε διάπλατα. Σαν να άκουσε το πιο γλυκό τραγούδι του κόσμου. Το κορίτσι πρόσεξε πως ένα δάκρυ ταξίδεψε γοργά στο πρόσωπο της κυρίας και προσπέρασε ένα σημάδι που είχε στο μάγουλο, πριν ακουστεί ένα:
"Καληνύχτα, να προσέχεις."
Το κορίτσι έκλεισε την πόρτα. Μα καθώς την έκλεισε ένιωσε σαν να άνοιξε η γη κάτω από τα πόδια της και η κατάβαση της, είχε ανεβάσει στα κόκκινα τις τιμές της αδρεναλίνης. Καθώς έπεφτε, ένιωθε μια ζέστη και ένα φως να την κατακλύζουν. Πέρασαν τόσα σενάρια από το μυαλό της. Και τότε...
Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου έλουζαν το πρόσωπο της. Ήταν στο κρεβάτι της. Κοίταξε γύρω, χωρίς να ψάχνει κάτι συγκεκριμένο. Πίστευε πως είχαν περάσει μόνο πέντε λεπτά από αυτό που έζησε. Σαν το πρωινό να έσπρωξε βίαια την νύχτα για να πάρει την θέση της, με το έτσι θέλω.
Πήγε ξανά στην πόρτα, την άνοιξε, αλλά δεν ήταν κανείς. Της φάνηκε τόσο παράξενο και αληθοφανές το όνειρο. Θα έπαιρνε όρκο ότι το έζησε.
Και τότε κατάλαβε. Πλημμύρισε από αγαλλίαση. Η επιθυμία είχε νικήσει το πρέπει. Για πάντα.
Πήγε στον καθρέφτη, κοίταξε το είδωλο της και έβαλε τα κλάματα από χαρά. Τα δάκρυα έτρεχαν και προσπερνούσαν με ταχύτητα, σαν μικρά ξέγνοιαστα παιδιά, ένα σημάδι που είχε, εκ γενετής, στο μάγουλο...
Add comment
Comments