
Έχω ξεκινήσει ένα κείμενο εδώ και κάποιες μέρες και γράφω για κάτι που με τσάντισε μέσα στην εβδομάδα. Τα χώνω με το γάντι, με τρόπο σκωπτικό, χωρίς μπινελίκι, αλλά αυτό το ειρωνικό, το δικό μου, το πολύ ενοχλητικό. Όσο περνάνε οι μέρες το βλέπω πως δεν βγαίνει. Δεν προχωράει ρε παιδί μου. Ακόμα στα draft το έχω. Ίσως βγει κάποια στιγμή. Ίσως όχι, ποιος ξέρει. Ίσως, μου πέρασε. Και μου το χω πει, πως όταν είναι κάτι έντονο, πρέπει να γράφεται εκείνη την στιγμή. Στην βραση κολλάει το σίδερο. Έριξε την θερμοκρασία βρασμού ο Μορφέας, τότε.
Πάμε.
Αγαπητό ημερολ... όχι, όχι, όχι, το σιχαίνομαι. Πάμε πάλι.
Βράδυ Παρασκευής. Μπαλκόνι.
Πάντα το θεωρούσα έναν ξεχωριστό χώρο στο σπίτι. Σαν να χει μια δικιά του αυτονομία. Δικό του καπετανιλικι. Ένα ξεχωριστό δουκάτο. Είσαι μέσα στο σπίτι και παράλληλα δεν είσαι. Μου επιτρέπεται να βλέπω ένα πολύ μικρό κομμάτι θάλασσας από δω. Σαν να ανοίγει ένα παραθυράκι, στην ελευθερία. Να πάει, το μάτι, ένα σύντομο ταξίδι, να μεταφέρει εικόνες, που η φαντασία θα τις ντύσει με φαντασμαγορικά χρώματα και ιστορίες, πριν γυρίσει πίσω κατάκοπο και επικεντρωθεί πάλι στα, εδώ, γραφόμενα. Πάντα μου άρεσε η γειτονιά μου. Τέτοια ώρα, δεν περνάει ψυχή. Αυτά που ακούγονται είναι το ελαφρύ αεράκι, μέσα από τα φύλλα των γλαστρών (και τις τέντες των απέναντι, λες και ξεφυλλίζεται μονίμως ένα τεράστιο βιβλίο) και κάποια αμάξια που περνάνε από τον σχετικά πολυσύχναστο δρόμο, δυο στενά πιο πάνω. Στο background, ο Springsteen τραγουδά για μια κοπέλα που του λείπει. Missing το λένε το κομμάτι. Αυτό βρήκα πρόχειρο, αυτό έβαλα, μη με ζαλιζετε.
Σκέφτομαι την αυριανή γεμάτη μέρα που με περιμένει. Παρέα σε αυτήν την σκέψη, κάνουν και κάποιες κουβέντες που έκανα με αγαπημένα άτομα, σε μια έξοδο στα Εξάρχεια προψε. Πάντα, με αυτοσχολιάζω. Πόσο διαφορετικός είμαι σε γραπτό και προφορικό λόγο. Λες και εμφανίζεται άλλος άνθρωπος. Ο τύπος που γράφει, πέφτει θύμα απαγωγής της έλλειψης αυθορμητισμού, που τον καταδιώκει κάποια (λίγα) χρόνια τώρα και αφήνεται ελεύθερος όταν μένει, σχετικά, μόνος. Δεν ξέρω αν στοιχίζει. Ούτε αν σχολιάζεται. Μήτε το γιατί με απασχολεί τόσο, τούτη την ωρα.
Περνάει κρουαζιερόπλοιο. Το παραθυράκι που προανέφερα λούστηκε στο φως. Τραβήχτηκε η κουρτίνα, άνοιξε διάπλατα το παντζούρι και η ζωή ξεπρόβαλλε από μέσα, για πάνω από ένα λεπτό. Χάθηκε ξανά. Μου θυμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Πως έρχονται να φωτίσουν με προβολείς συναισθημάτων, την καθημερινότητα και πως σβήνουν ξανά, ρίχνοντας την αυλαία με φόντο την άδεια πλατεία, αφήνοντας πίσω τους απόνερα απογοήτευσης.
Βάζει ψυχρούλα. Σαν, η νύχτα, να προσπαθεί να με στείλει στα ενδότερα. Ίσως μαρτυρώ πολλά από τα μυστικά της στο κείμενο και με προειδοποιεί. Η κουκούλα της ζακέτας θα με βοηθήσει να αντισταθώ λίγο ακόμα. Δεν ξέρω γιατί. Ούτε ξέρω γιατί γράφω αυτό το κείμενο. Αν κρίνω κι από τα παραπάνω, δεν ξέρω πολλά, γενικώς. Μπορεί να είναι ευτυχισμένη άγνοια. Blissful ignorance, που λένε στο χωριό μου. "Το να έχεις συνειδητοποιήσει ότι έχεις άγνοια των γεγονότων, είναι ένα μεγάλο βήμα προς τη γνώση", είχε πει κάποτε ένας Βρετανός πρωθυπουργός. Επίσης, "Κάθε στιγμή ευτυχίας προϋποθέτει μεγάλες ποσότητες αγνοίας.", κατά τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Πολλοί μαζευτηκαμε όμως. Και πολυπολιτισμικό το σουαρέ. Τους καληνυχτώ, καλή τους ώρα εκεί που βρίσκονται και συνεχίζω για λίγο ακόμα.
Να και το αεροπλάνο. Να μου θυμίσει ότι υπάρχει ουρανός. Εμ πως να τον προσέξεις, όταν είναι λες και ψεκασε για να φύγουν τα άστρα σαν ανεπιθύμητα έντομα. Μοναχά ένα βλέπω από εδώ που είμαι. Μια χαραμάδα στο παρελθόν. Σαν να τρεμοπαίζει φαίνεται. Λες να κάνουν κόλπα τα μάτια μου? Αυτό μας έλειπε. Ρίχνω την ευθύνη στο μυαλό μου. Πολύ πιο ισχυρές πλάτες να την κρατήσουν, άσε που το να είσαι και λίγο αλλούτερος έχει και την φάση του (και μια ρίζα στο χώμα της πραγματικότητας).
Καμιά φορά παρατηρώ τους γείτονες. Αυτούς τους τόσο γνώριμους άγνωστους, που οριακά ξέρεις τις συνήθειες τους παραπάνω από αυτές των δικών σου ανθρώπων. Τα χρόνια περνούν σαν βιαστικοί περαστικοί, η ζωή τους αλλάζει χρώματα, διαθέσεις και εικόνες και εσύ είσαι εκεί. Στην χαρά τους, στην λύπη τους. Συγγνώμη, με εντυπωσιάζει η αποξένωση των ανθρώπων; Ωραία. Ό,τι έπρεπε ήταν αυτό λίγο πριν τις 2. Να έχω να αναλύσω πριν πέσω για ύπνο.
Λοιπόν. Μπαταρία 9%. Δεν με νίκησε ο καιρός, αλλά με κατατρόπωσε η τεχνολογία. Ξέρεις κάτι; Αυτό θα δημοσιευθεί. Δεν βαριέσαι; Και τι εγινε; Εμείς κι εμείς, είμαστε. Καληνυχτω την σιωπή, η οποία με την σειρά της, σπάει στο άκουσμα δύο γλάρων για να κολλησει ξανά τα κομμάτια της άμεσα, επιβάλλοντας τον νόμο της. Τώρα που τελειώνει η μπαταρία, άνοιξε η νεαρή γειτόνισσα την μπαλκονόπορτα και βγήκε να απλώσει. 01:59. Αυτό ήταν μαχαιριά. Δεν έχω χρόνο να την περιγράψω. Μπορεί μιαν άλλη φορά. Μπορεί και ποτέ. Ποίος ξέρει; Όπως είπα και πιο πάνω, εγώ δεν ξέρω σίγουρα.
Πατώ save λες και βάζω buzzer beater από τα 7.5 μέτρα, υπό την ασφυκτική πίεση της βραχείας ζωής του κινητού, ενώ το "You 'll never walk alone", των Gerry and the Pacemakers που δεσπόζει στο παρασκήνιο, με υποχρεώνει να δώσω αυτήν την γλυκιά υπόσχεση, όσες και οι φορές που αναφέρεται η φράση στο κομμάτι.
Εις το εγγύς επανασυγγραφείν.
Add comment
Comments